Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντάειδος
πενταετηρία
πενταετηρικός
πενταετηρίς
πενταέτηρος
πενταετής
πενταετία
πενταετίζομαι
πεντάζωνος
πεντάθετος
πενταθλεύω
πενταθλητικός
πένταθλον
πένταθλος
πένταιχμος
πεντακέλευθος
πεντακέφαλος
πεντάκις
πεντακισμύριοι
πεντακισχίλιοι
πεντάκλινος
View word page
πενταθλεύω
practise the πένταθλον

ShortDef

practise the πένταθλον

Debugging

Headword:
πενταθλεύω
Headword (normalized):
πενταθλεύω
Headword (normalized/stripped):
πενταθλευω
IDX:
67836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67837
Key:

Data

{'content': 'practise the πένταθλον'}