Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντάδραχμος
πεντάδωρος
πεντάεθλον
πεντάειδος
πενταετηρία
πενταετηρικός
πενταετηρίς
πενταέτηρος
πενταετής
πενταετία
πενταετίζομαι
πεντάζωνος
πεντάθετος
πενταθλεύω
πενταθλητικός
πένταθλον
πένταθλος
πένταιχμος
πεντακέλευθος
πεντακέφαλος
πεντάκις
View word page
πενταετίζομαι
to be five years old

ShortDef

to be five years old

Debugging

Headword:
πενταετίζομαι
Headword (normalized):
πενταετίζομαι
Headword (normalized/stripped):
πενταετιζομαι
IDX:
67833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67834
Key:

Data

{'content': 'to be five years old'}