Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεντάδλαδος
πενταδραχμία
πεντάδραχμος
πεντάδωρος
πεντάεθλον
πεντάειδος
πενταετηρία
πενταετηρικός
πενταετηρίς
πενταέτηρος
πενταετής
πενταετία
πενταετίζομαι
πεντάζωνος
πεντάθετος
πενταθλεύω
πενταθλητικός
πένταθλον
πένταθλος
πένταιχμος
πεντακέλευθος
View word page
πενταετής
five years old

ShortDef

five years old

Debugging

Headword:
πενταετής
Headword (normalized):
πενταετής
Headword (normalized/stripped):
πενταετης
IDX:
67831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67832
Key:

Data

{'content': 'five years old'}