Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πενθητήρ
πενθητήριος
πενθικός
πένθιμος
πενθοποιέω
πένθος
πενία
πενίη
πενιχρός
πένομαι
πενόομαι
πεντάβραχυς
πεντάγαμβρος
πεντάγραμμον
πενταγωνικός
πενταγωνισμός
πεντάγωνος
πενταδακτυλιαῖος
πενταδάκτυλος
πεντάδιον
πεντάδλαδος
View word page
πενόομαι
poor, needy

ShortDef

poor, needy

Debugging

Headword:
πενόομαι
Headword (normalized):
πενόομαι
Headword (normalized/stripped):
πενοομαι
IDX:
67811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67812
Key:

Data

{'content': 'poor, needy'}