Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πένθησις
πενθητέον
πενθητήρ
πενθητήριος
πενθικός
πένθιμος
πενθοποιέω
πένθος
πενία
πενίη
πενιχρός
πένομαι
πενόομαι
πεντάβραχυς
πεντάγαμβρος
πεντάγραμμον
πενταγωνικός
πενταγωνισμός
πεντάγωνος
πενταδακτυλιαῖος
πενταδάκτυλος
View word page
πενιχρός
poor, needy

ShortDef

poor, needy

Debugging

Headword:
πενιχρός
Headword (normalized):
πενιχρός
Headword (normalized/stripped):
πενιχρος
IDX:
67809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67810
Key:

Data

{'content': 'poor, needy'}