Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀνάχαρσις
ἀναχάσκω
ἀναχαυνόω
ἀναχειρίζομαι
ἀναχελύσσομαι
ἀναχέω
ἀναχλαινόω
ἀναχλιαίνω
ἀναχλίζω
ἀναχνοιαίνομαι
ἀναχοή
ἀναχορεύω
ἀναχράομαι
ἀναχρέμπτομαι
ἀνάχρεμψις
ἀναχρίω
ἀναχρονίζομαι
ἀναχρονισμός
ἀναχρυσόω
ἀναχρώννυμι
ἀνάχρωσις
View word page
ἀναχοή
eruption
ShortDef
eruption
Debugging
Headword:
ἀναχοή
Headword (normalized):
ἀναχοή
Headword (normalized/stripped):
αναχοη
IDX:
6780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6781
Key:
Data
{'content': 'eruption'}