Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πενθηρός
πένθησις
πενθητέον
πενθητήρ
πενθητήριος
πενθικός
πένθιμος
πενθοποιέω
πένθος
πενία
πενίη
πενιχρός
πένομαι
πενόομαι
πεντάβραχυς
πεντάγαμβρος
πεντάγραμμον
πενταγωνικός
πενταγωνισμός
πεντάγωνος
πενταδακτυλιαῖος
View word page
πενίη
poverty
ShortDef
poverty
Debugging
Headword:
πενίη
Headword (normalized):
πενίη
Headword (normalized/stripped):
πενιη
IDX:
67808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67809
Key:
Data
{'content': 'poverty'}