Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πενθήμων
πενθήρης
πενθηρός
πένθησις
πενθητέον
πενθητήρ
πενθητήριος
πενθικός
πένθιμος
πενθοποιέω
πένθος
πενία
πενίη
πενιχρός
πένομαι
πενόομαι
πεντάβραχυς
πεντάγαμβρος
πεντάγραμμον
πενταγωνικός
πενταγωνισμός
View word page
πένθος
grief, sadness, sorrow

ShortDef

grief, sadness, sorrow

Debugging

Headword:
πένθος
Headword (normalized):
πένθος
Headword (normalized/stripped):
πενθος
IDX:
67806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67807
Key:

Data

{'content': 'grief, sadness, sorrow'}