Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πενθημιταλαντιαῖος
πενθήμων
πενθήρης
πενθηρός
πένθησις
πενθητέον
πενθητήρ
πενθητήριος
πενθικός
πένθιμος
πενθοποιέω
πένθος
πενία
πενίη
πενιχρός
πένομαι
πενόομαι
πεντάβραχυς
πεντάγαμβρος
πεντάγραμμον
πενταγωνικός
View word page
πενθοποιέω
cause lamentation

ShortDef

cause lamentation

Debugging

Headword:
πενθοποιέω
Headword (normalized):
πενθοποιέω
Headword (normalized/stripped):
πενθοποιεω
IDX:
67805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67806
Key:

Data

{'content': 'cause lamentation'}