Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πενθημιπόδιος
πενθημισπίθαμος
πενθημιταλαντιαῖος
πενθήμων
πενθήρης
πενθηρός
πένθησις
πενθητέον
πενθητήρ
πενθητήριος
πενθικός
πένθιμος
πενθοποιέω
πένθος
πενία
πενίη
πενιχρός
πένομαι
πενόομαι
πεντάβραχυς
πεντάγαμβρος
View word page
πενθικός
of or for mourning, mournful

ShortDef

of or for mourning, mournful

Debugging

Headword:
πενθικός
Headword (normalized):
πενθικός
Headword (normalized/stripped):
πενθικος
IDX:
67803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67804
Key:

Data

{'content': 'of or for mourning, mournful'}