Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πενθημίγυον
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθημισπίθαμος
πενθημιταλαντιαῖος
πενθήμων
πενθήρης
πενθηρός
πένθησις
πενθητέον
πενθητήρ
πενθητήριος
πενθικός
πένθιμος
πενθοποιέω
πένθος
πενία
πενίη
πενιχρός
πένομαι
πενόομαι
View word page
πενθητήρ
a mourner
ShortDef
a mourner
Debugging
Headword:
πενθητήρ
Headword (normalized):
πενθητήρ
Headword (normalized/stripped):
πενθητηρ
IDX:
67801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67802
Key:
Data
{'content': 'a mourner'}