Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πενθαλέος
πενθεινός
πενθερά
πενθεριδεύς
πενθέριος
πενθερός
πενθεροφθόρος
πενθέτηρος
Πενθεύς
πενθέω
πένθημα
πενθημερία
πενθήμερος
πενθημιαρτάβη
πενθημίγυον
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθημισπίθαμος
πενθημιταλαντιαῖος
πενθήμων
πενθήρης
View word page
πένθημα
lamentation, mourning

ShortDef

lamentation, mourning

Debugging

Headword:
πένθημα
Headword (normalized):
πένθημα
Headword (normalized/stripped):
πενθημα
IDX:
67787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67788
Key:

Data

{'content': 'lamentation, mourning'}