Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πενητυλίδας
πενθαλέος
πενθεινός
πενθερά
πενθεριδεύς
πενθέριος
πενθερός
πενθεροφθόρος
πενθέτηρος
Πενθεύς
πενθέω
πένθημα
πενθημερία
πενθήμερος
πενθημιαρτάβη
πενθημίγυον
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθημισπίθαμος
πενθημιταλαντιαῖος
πενθήμων
View word page
πενθέω
to bewail, lament, mourn for
ShortDef
to bewail, lament, mourn for
Debugging
Headword:
πενθέω
Headword (normalized):
πενθέω
Headword (normalized/stripped):
πενθεω
IDX:
67786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67787
Key:
Data
{'content': 'to bewail, lament, mourn for'}