Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πενητεύω
πενητοκόμος
πενητυλίδας
πενθαλέος
πενθεινός
πενθερά
πενθεριδεύς
πενθέριος
πενθερός
πενθεροφθόρος
πενθέτηρος
Πενθεύς
πενθέω
πένθημα
πενθημερία
πενθήμερος
πενθημιαρτάβη
πενθημίγυον
πενθημιμερής
πενθημιπόδιος
πενθημισπίθαμος
View word page
πενθέτηρος
in the fifth year

ShortDef

in the fifth year

Debugging

Headword:
πενθέτηρος
Headword (normalized):
πενθέτηρος
Headword (normalized/stripped):
πενθετηρος
IDX:
67784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67785
Key:

Data

{'content': 'in the fifth year'}