Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πενέστης
πενεστικός
πενέω
πένης
πενητεύω
πενητοκόμος
πενητυλίδας
πενθαλέος
πενθεινός
πενθερά
πενθεριδεύς
πενθέριος
πενθερός
πενθεροφθόρος
πενθέτηρος
Πενθεύς
πενθέω
πένθημα
πενθημερία
πενθήμερος
πενθημιαρτάβη
View word page
πενθεριδεύς
brother-in-law
ShortDef
brother-in-law
Debugging
Headword:
πενθεριδεύς
Headword (normalized):
πενθεριδεύς
Headword (normalized/stripped):
πενθεριδευς
IDX:
67780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67781
Key:
Data
{'content': 'brother-in-law'}