Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πενεστεία
πενέστης
πενεστικός
πενέω
πένης
πενητεύω
πενητοκόμος
πενητυλίδας
πενθαλέος
πενθεινός
πενθερά
πενθεριδεύς
πενθέριος
πενθερός
πενθεροφθόρος
πενθέτηρος
Πενθεύς
πενθέω
πένθημα
πενθημερία
πενθήμερος
View word page
πενθερά
a mother-in-law
ShortDef
a mother-in-law
Debugging
Headword:
πενθερά
Headword (normalized):
πενθερά
Headword (normalized/stripped):
πενθερα
IDX:
67779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67780
Key:
Data
{'content': 'a mother-in-law'}