Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεμφρηδών
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πενεστικός
πενέω
πένης
πενητεύω
πενητοκόμος
πενητυλίδας
πενθαλέος
πενθεινός
πενθερά
πενθεριδεύς
πενθέριος
πενθερός
πενθεροφθόρος
πενθέτηρος
Πενθεύς
πενθέω
πένθημα
View word page
πενθαλέος
sad, mourning

ShortDef

sad, mourning

Debugging

Headword:
πενθαλέος
Headword (normalized):
πενθαλέος
Headword (normalized/stripped):
πενθαλεος
IDX:
67777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67778
Key:

Data

{'content': 'sad, mourning'}