Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πεμφρηδώ
πεμφρηδών
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πενεστικός
πενέω
πένης
πενητεύω
πενητοκόμος
πενητυλίδας
πενθαλέος
πενθεινός
πενθερά
πενθεριδεύς
πενθέριος
πενθερός
πενθεροφθόρος
πενθέτηρος
Πενθεύς
πενθέω
View word page
πενητυλίδας
starveling

ShortDef

starveling

Debugging

Headword:
πενητυλίδας
Headword (normalized):
πενητυλίδας
Headword (normalized/stripped):
πενητυλιδας
IDX:
67776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67777
Key:

Data

{'content': 'starveling'}