Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέμφιξ
Πεμφρηδώ
πεμφρηδών
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πενεστικός
πενέω
πένης
πενητεύω
πενητοκόμος
πενητυλίδας
πενθαλέος
πενθεινός
πενθερά
πενθεριδεύς
πενθέριος
πενθερός
πενθεροφθόρος
πενθέτηρος
Πενθεύς
View word page
πενητοκόμος
tending the poor

ShortDef

tending the poor

Debugging

Headword:
πενητοκόμος
Headword (normalized):
πενητοκόμος
Headword (normalized/stripped):
πενητοκομος
IDX:
67775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67776
Key:

Data

{'content': 'tending the poor'}