Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πεμφιγώδης
πέμφιξ
Πεμφρηδώ
πεμφρηδών
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πενεστικός
πενέω
πένης
πενητεύω
πενητοκόμος
πενητυλίδας
πενθαλέος
πενθεινός
πενθερά
πενθεριδεύς
πενθέριος
πενθερός
πενθεροφθόρος
πενθέτηρος
View word page
πενητεύω
to be poor
ShortDef
to be poor
Debugging
Headword:
πενητεύω
Headword (normalized):
πενητεύω
Headword (normalized/stripped):
πενητευω
IDX:
67774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67775
Key:
Data
{'content': 'to be poor'}