Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέμπω
πεμπώβολον
πεμφηρίς
πεμφιγώδης
πέμφιξ
Πεμφρηδώ
πεμφρηδών
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πενεστικός
πενέω
πένης
πενητεύω
πενητοκόμος
πενητυλίδας
πενθαλέος
πενθεινός
πενθερά
πενθεριδεύς
πενθέριος
View word page
πενεστικός
in the state of a πενέστης

ShortDef

in the state of a πενέστης

Debugging

Headword:
πενεστικός
Headword (normalized):
πενεστικός
Headword (normalized/stripped):
πενεστικος
IDX:
67771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67772
Key:

Data

{'content': 'in the state of a πενέστης'}