Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέμπτος
πέμπω
πεμπώβολον
πεμφηρίς
πεμφιγώδης
πέμφιξ
Πεμφρηδώ
πεμφρηδών
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πενεστικός
πενέω
πένης
πενητεύω
πενητοκόμος
πενητυλίδας
πενθαλέος
πενθεινός
πενθερά
πενθεριδεύς
View word page
πενέστης
a labourer, workman

ShortDef

a labourer, workman

Debugging

Headword:
πενέστης
Headword (normalized):
πενέστης
Headword (normalized/stripped):
πενεστης
IDX:
67770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67771
Key:

Data

{'content': 'a labourer, workman'}