Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεμπταῖος
πεμπτάκις
πεμπτάμερος
πεμπτέος
πεμπτημόριον
πεμπτός
πέμπτος
πέμπω
πεμπώβολον
πεμφηρίς
πεμφιγώδης
πέμφιξ
Πεμφρηδώ
πεμφρηδών
πέμψις
πενεστεία
πενέστης
πενεστικός
πενέω
πένης
πενητεύω
View word page
πεμφιγώδης
accompanied by vesicular eruption

ShortDef

accompanied by vesicular eruption

Debugging

Headword:
πεμφιγώδης
Headword (normalized):
πεμφιγώδης
Headword (normalized/stripped):
πεμφιγωδης
IDX:
67764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67765
Key:

Data

{'content': 'accompanied by vesicular eruption'}