Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναχαλαστικός
ἀναχαλάω
ἀναχαλκεύω
ἀναχάραγή
ἀναχαράσσω
Ἀνάχαρσις
ἀναχάσκω
ἀναχαυνόω
ἀναχειρίζομαι
ἀναχελύσσομαι
ἀναχέω
ἀναχλαινόω
ἀναχλιαίνω
ἀναχλίζω
ἀναχνοιαίνομαι
ἀναχοή
ἀναχορεύω
ἀναχράομαι
ἀναχρέμπτομαι
ἀνάχρεμψις
ἀναχρίω
View word page
ἀναχέω
to pour forth
ShortDef
to pour forth
Debugging
Headword:
ἀναχέω
Headword (normalized):
ἀναχέω
Headword (normalized/stripped):
αναχεω
IDX:
6775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6776
Key:
Data
{'content': 'to pour forth'}