Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
πεμπάδαρχος
πεμπαδικός
πεμπάζομαι
πεμπάζω
πεμπάς
πεμπαστής
πεμπεβόηος
πέμπελος
πεμπταΐζω
πεμπταῖος
πεμπτάκις
πεμπτάμερος
πεμπτέος
πεμπτημόριον
πεμπτός
πέμπτος
πέμπω
πεμπώβολον
View word page
πέμπελος
aged

ShortDef

aged

Debugging

Headword:
πέμπελος
Headword (normalized):
πέμπελος
Headword (normalized/stripped):
πεμπελος
IDX:
67752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67753
Key:

Data

{'content': 'aged'}