Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
πεμπάδαρχος
πεμπαδικός
πεμπάζομαι
πεμπάζω
πεμπάς
πεμπαστής
πεμπεβόηος
πέμπελος
πεμπταΐζω
πεμπταῖος
πεμπτάκις
πεμπτάμερος
πεμπτέος
πεμπτημόριον
πεμπτός
πέμπτος
View word page
πεμπαστής
one who counts

ShortDef

one who counts

Debugging

Headword:
πεμπαστής
Headword (normalized):
πεμπαστής
Headword (normalized/stripped):
πεμπαστης
IDX:
67750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67751
Key:

Data

{'content': 'one who counts'}