Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
πεμπάδαρχος
πεμπαδικός
πεμπάζομαι
πεμπάζω
πεμπάς
πεμπαστής
πεμπεβόηος
πέμπελος
πεμπταΐζω
πεμπταῖος
πεμπτάκις
πεμπτάμερος
View word page
πεμπαδικός
five-fold
ShortDef
five-fold
Debugging
Headword:
πεμπαδικός
Headword (normalized):
πεμπαδικός
Headword (normalized/stripped):
πεμπαδικος
IDX:
67746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67747
Key:
Data
{'content': 'five-fold'}