Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
πεμπάδαρχος
πεμπαδικός
πεμπάζομαι
πεμπάζω
πεμπάς
πεμπαστής
πεμπεβόηος
πέμπελος
πεμπταΐζω
πεμπταῖος
View word page
πεμματουργός
pastrycook

ShortDef

pastrycook

Debugging

Headword:
πεμματουργός
Headword (normalized):
πεμματουργός
Headword (normalized/stripped):
πεμματουργος
IDX:
67744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67745
Key:

Data

{'content': 'pastrycook'}