Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέλω
πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
πεμπάδαρχος
πεμπαδικός
πεμπάζομαι
πεμπάζω
πεμπάς
πεμπαστής
πεμπεβόηος
πέμπελος
πεμπταΐζω
View word page
πεμματολόγος
discoursing of cakes

ShortDef

discoursing of cakes

Debugging

Headword:
πεμματολόγος
Headword (normalized):
πεμματολόγος
Headword (normalized/stripped):
πεμματολογος
IDX:
67743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67744
Key:

Data

{'content': 'discoursing of cakes'}