Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέλυξ
πέλω
πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
πεμπάδαρχος
πεμπαδικός
πεμπάζομαι
πεμπάζω
πεμπάς
πεμπαστής
πεμπεβόηος
πέμπελος
View word page
πεμμάτιον
small cake
ShortDef
small cake
Debugging
Headword:
πεμμάτιον
Headword (normalized):
πεμμάτιον
Headword (normalized/stripped):
πεμματιον
IDX:
67742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67743
Key:
Data
{'content': 'small cake'}