Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
πεμπάδαρχος
πεμπαδικός
πεμπάζομαι
πεμπάζω
πεμπάς
πεμπαστής
πεμπεβόηος
View word page
πέμμα
any kind of dressed food

ShortDef

any kind of dressed food

Debugging

Headword:
πέμμα
Headword (normalized):
πέμμα
Headword (normalized/stripped):
πεμμα
IDX:
67741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67742
Key:

Data

{'content': 'any kind of dressed food'}