Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πέλτης
πέλτον
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
πεμπάδαρχος
πεμπαδικός
πεμπάζομαι
πεμπάζω
πεμπάς
View word page
πέλωρος
monstrous, prodigious, huge, gigantic

ShortDef

monstrous, prodigious, huge, gigantic

Debugging

Headword:
πέλωρος
Headword (normalized):
πέλωρος
Headword (normalized/stripped):
πελωρος
IDX:
67739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67740
Key:

Data

{'content': 'monstrous, prodigious, huge, gigantic'}