Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναχαίτισις
ἀναχαλασμός
ἀναχαλαστικός
ἀναχαλάω
ἀναχαλκεύω
ἀναχάραγή
ἀναχαράσσω
Ἀνάχαρσις
ἀναχάσκω
ἀναχαυνόω
ἀναχειρίζομαι
ἀναχελύσσομαι
ἀναχέω
ἀναχλαινόω
ἀναχλιαίνω
ἀναχλίζω
ἀναχνοιαίνομαι
ἀναχοή
ἀναχορεύω
ἀναχράομαι
ἀναχρέμπτομαι
View word page
ἀναχειρίζομαι
delay, hinder

ShortDef

delay, hinder

Debugging

Headword:
ἀναχειρίζομαι
Headword (normalized):
ἀναχειρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αναχειριζομαι
IDX:
6773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6774
Key:

Data

{'content': 'delay, hinder'}