Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέλτη
πέλτης
πέλτον
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
πεμπάδαρχος
πεμπαδικός
πεμπάζομαι
πεμπάζω
View word page
πέλωρον
a monster, prodigy
ShortDef
a monster, prodigy
Debugging
Headword:
πέλωρον
Headword (normalized):
πέλωρον
Headword (normalized/stripped):
πελωρον
IDX:
67738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67739
Key:
Data
{'content': 'a monster, prodigy'}