Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελταστικός
πέλτη
πέλτης
πέλτον
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
πεμπάδαρχος
πεμπαδικός
πεμπάζομαι
View word page
πελωρίς
mussel
ShortDef
mussel
Debugging
Headword:
πελωρίς
Headword (normalized):
πελωρίς
Headword (normalized/stripped):
πελωρις
IDX:
67737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67738
Key:
Data
{'content': 'mussel'}