Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πέλτης
πέλτον
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
πεμπάδαρχος
πεμπαδικός
View word page
πελώριος
gigantic
ShortDef
gigantic
Debugging
Headword:
πελώριος
Headword (normalized):
πελώριος
Headword (normalized/stripped):
πελωριος
IDX:
67736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67737
Key:
Data
{'content': 'gigantic'}