Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πέλτης
πέλτον
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
πεμματουργός
View word page
πέλωρ
a portent, prodigy, monster
ShortDef
a portent, prodigy, monster
Debugging
Headword:
πέλωρ
Headword (normalized):
πέλωρ
Headword (normalized/stripped):
πελωρ
IDX:
67734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67735
Key:
Data
{'content': 'a portent, prodigy, monster'}