Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πελοπόννησος
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πέλτης
πέλτον
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
πεμματολόγος
View word page
πέλω
to be, become; Hom. be in motion

ShortDef

to be, become; Hom. be in motion

Debugging

Headword:
πέλω
Headword (normalized):
πέλω
Headword (normalized/stripped):
πελω
IDX:
67733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67734
Key:

Data

{'content': 'to be, become; Hom. be in motion'}