Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πέλτης
πέλτον
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
πελωρίς
πέλωρον
πέλωρος
πελωχικόν
πέμμα
πεμμάτιον
View word page
πέλυξ
axe
ShortDef
axe
Debugging
Headword:
πέλυξ
Headword (normalized):
πέλυξ
Headword (normalized/stripped):
πελυξ
IDX:
67732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67733
Key:
Data
{'content': 'axe'}