Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναχαιτίζω
ἀναχαίτισις
ἀναχαλασμός
ἀναχαλαστικός
ἀναχαλάω
ἀναχαλκεύω
ἀναχάραγή
ἀναχαράσσω
Ἀνάχαρσις
ἀναχάσκω
ἀναχαυνόω
ἀναχειρίζομαι
ἀναχελύσσομαι
ἀναχέω
ἀναχλαινόω
ἀναχλιαίνω
ἀναχλίζω
ἀναχνοιαίνομαι
ἀναχοή
ἀναχορεύω
ἀναχράομαι
View word page
ἀναχαυνόω
to be puffed up
ShortDef
to be puffed up
Debugging
Headword:
ἀναχαυνόω
Headword (normalized):
ἀναχαυνόω
Headword (normalized/stripped):
αναχαυνοω
IDX:
6772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6773
Key:
Data
{'content': 'to be puffed up'}