Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πελοπηιάδας
Πελοπηΐς
Πελοπίδης
Πελοποννασιστί
Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πέλτης
πέλτον
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
πελωρίς
View word page
πελταστικός
skilled in the use of the πέλτη
ShortDef
skilled in the use of the πέλτη
Debugging
Headword:
πελταστικός
Headword (normalized):
πελταστικός
Headword (normalized/stripped):
πελταστικος
IDX:
67727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67728
Key:
Data
{'content': 'skilled in the use of the πέλτη'}