Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πελματόομαι
Πελοπηιάδας
Πελοπηΐς
Πελοπίδης
Πελοποννασιστί
Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πέλτης
πέλτον
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πέλωρ
Πελωριάς
πελώριος
View word page
πελταστής
one who bears a light shield

ShortDef

one who bears a light shield

Debugging

Headword:
πελταστής
Headword (normalized):
πελταστής
Headword (normalized/stripped):
πελταστης
IDX:
67726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67727
Key:

Data

{'content': 'one who bears a light shield'}