Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πέλμα
πελματίζω
πελματόομαι
Πελοπηιάδας
Πελοπηΐς
Πελοπίδης
Πελοποννασιστί
Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πέλτης
πέλτον
πελτοφόρος
πέλυξ
πέλω
πέλωρ
View word page
Πέλοψ
Pelops
ShortDef
Pelops
Debugging
Headword:
Πέλοψ
Headword (normalized):
πέλοψ
Headword (normalized/stripped):
πελοψ
IDX:
67724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67725
Key:
Data
{'content': 'Pelops'}