Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελλοράφος
πελλός
πέλλυτρα
πέλμα
πελματίζω
πελματόομαι
Πελοπηιάδας
Πελοπηΐς
Πελοπίδης
Πελοποννασιστί
Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
Πελοπόννησος
Πέλοψ
πελτάζω
πελταστής
πελταστικός
πέλτη
πέλτης
πέλτον
πελτοφόρος
View word page
Πελοποννησιακός
Peloponnesian (of things)
ShortDef
Peloponnesian (of things)
Debugging
Headword:
Πελοποννησιακός
Headword (normalized):
πελοποννησιακός
Headword (normalized/stripped):
πελοποννησιακος
IDX:
67721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67722
Key:
Data
{'content': 'Peloponnesian (of things)'}