Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πελίωμα
πελίωσις
πέλλα
Πέλλα
πελλαντήρ
πελλᾶς
Πελληνεύς
Πελλήνη
πελλίς
πελλοράφος
πελλός
πέλλυτρα
πέλμα
πελματίζω
πελματόομαι
Πελοπηιάδας
Πελοπηΐς
Πελοπίδης
Πελοποννασιστί
Πελοποννησιακός
Πελοποννήσιος
View word page
πελλός
dark-coloured, dusky

ShortDef

dark-coloured, dusky

Debugging

Headword:
πελλός
Headword (normalized):
πελλός
Headword (normalized/stripped):
πελλος
IDX:
67712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67713
Key:

Data

{'content': 'dark-coloured, dusky'}