Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελιόομαι
πελιός
πελιότης
πελίωμα
πελίωσις
πέλλα
Πέλλα
πελλαντήρ
πελλᾶς
Πελληνεύς
Πελλήνη
πελλίς
πελλοράφος
πελλός
πέλλυτρα
πέλμα
πελματίζω
πελματόομαι
Πελοπηιάδας
Πελοπηΐς
Πελοπίδης
View word page
Πελλήνη
Pellene
ShortDef
Pellene
Debugging
Headword:
Πελλήνη
Headword (normalized):
πελλήνη
Headword (normalized/stripped):
πελληνη
IDX:
67709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67710
Key:
Data
{'content': 'Pellene'}