Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελίδνωμα
Πελινναῖον
πελιόομαι
πελιός
πελιότης
πελίωμα
πελίωσις
πέλλα
Πέλλα
πελλαντήρ
πελλᾶς
Πελληνεύς
Πελλήνη
πελλίς
πελλοράφος
πελλός
πέλλυτρα
πέλμα
πελματίζω
πελματόομαι
Πελοπηιάδας
View word page
πελλᾶς
old man
ShortDef
old man
Debugging
Headword:
πελλᾶς
Headword (normalized):
πελλᾶς
Headword (normalized/stripped):
πελλας
IDX:
67707
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67708
Key:
Data
{'content': 'old man'}