Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πελιδνός
πελίδνωμα
Πελινναῖον
πελιόομαι
πελιός
πελιότης
πελίωμα
πελίωσις
πέλλα
Πέλλα
πελλαντήρ
πελλᾶς
Πελληνεύς
Πελλήνη
πελλίς
πελλοράφος
πελλός
πέλλυτρα
πέλμα
πελματίζω
πελματόομαι
View word page
πελλαντήρ
one who milks into a pail
ShortDef
one who milks into a pail
Debugging
Headword:
πελλαντήρ
Headword (normalized):
πελλαντήρ
Headword (normalized/stripped):
πελλαντηρ
IDX:
67706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67707
Key:
Data
{'content': 'one who milks into a pail'}