Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πελεμίζω
πελιαίνομαι
Πελιάς
Πελίας
πελιδνός
πελίδνωμα
Πελινναῖον
πελιόομαι
πελιός
πελιότης
πελίωμα
πελίωσις
πέλλα
Πέλλα
πελλαντήρ
πελλᾶς
Πελληνεύς
Πελλήνη
πελλίς
πελλοράφος
πελλός
View word page
πελίωμα
see πελίδνωμα

ShortDef

see πελίδνωμα

Debugging

Headword:
πελίωμα
Headword (normalized):
πελίωμα
Headword (normalized/stripped):
πελιωμα
IDX:
67702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67703
Key:

Data

{'content': 'see πελίδνωμα'}