Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πελεκυφόρος
πελεμίζω
πελιαίνομαι
Πελιάς
Πελίας
πελιδνός
πελίδνωμα
Πελινναῖον
πελιόομαι
πελιός
πελιότης
πελίωμα
πελίωσις
πέλλα
Πέλλα
πελλαντήρ
πελλᾶς
Πελληνεύς
Πελλήνη
πελλίς
πελλοράφος
View word page
πελιότης
livid colour

ShortDef

livid colour

Debugging

Headword:
πελιότης
Headword (normalized):
πελιότης
Headword (normalized/stripped):
πελιοτης
IDX:
67701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67702
Key:

Data

{'content': 'livid colour'}